- μετοχικῆς
- μετοχικόςrelating to a partnershipfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετοχικός — ή, ό (ΑΜ μετοχικός, ή, όν) [μετοχή] 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται μαζί με κάποιον άλλο, με συμμετοχή, ή αυτός που μπορεί να μετέχει 2. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετοχή νεοελλ. 1. αυτός που εκφέρεται με μετοχή («μετοχικός… … Dictionary of Greek
Μιτσουμπίσι — Ένα από τα δύο ισχυρά τραστ (ζαϊμπατσού) της Ιαπωνίας της προπολεμικής περιόδου (το άλλο ήταν το Μιτσούι). Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1871 από τον Ιβασάκι Γιατάρο (1834 85)· χάρη στη βοήθεια που της προσφέρθηκε από την κυβέρνηση, η οποία της πούλησε… … Dictionary of Greek